Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2012

η ομιλία μου στην Συνδιάσκεψη της Αράχωβας και οι θέσεις μου επί του προεδρικού διατάγματος για τον Παρασσό


Αράχωβα, 10. 11. 2012
Γιάννης Καράμπελας

ΣΥΝΔΙΑΣΚΕΨΗ ΑΡΑΧΩΒΑΣ

Αγαπητοί Αραχωβίτισες και Αραχωβίτες,

Έχοντας ζήσει αρκετά χρόνια σε τούτο εδώ τον τόπο, νιώθω την Αράχωβα και δικό μου χωριό. Χαίρομαι πολύ λοιπόν που μου δίνετε η ευκαιρία, μέσω αυτής της συνδιάσκεψης, να εκφράσω κάποιες σκέψεις και προτάσεις αναφορικά με το μέλλον της. Για το λόγο αυτό θα ήθελα να ευχαριστήσω ιδιαίτερα την οργανωτική ομάδα που συνέβαλε τα μέγιστα ώστε πραγματοποιηθεί η σημερινή μας συνάντηση.

Αγαπητοί συμπολίτες,

Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός πως σε οποιοδήποτε μέρος της Ελλάδας κι αν αναφέρεις το όνομα «Παρνασσός», το πρώτο πράγμα που θα τους έρθει στο μυαλό είναι η Αράχωβα. Αλλά και το αντίθετο, όταν κάποιος αναφέρει πάμε διήμερο στην Αράχωβα εννοεί και τη βόλτα στο βουνό για χειμερινά σπορ κλπ.

Η Αράχωβα και ο Παρνασσός δηλαδή έχουν περάσει στη συνείδηση του κόσμου σαν κάτι ενιαίο. Είναι άρρηκτα δεμένα.

Αυτό είναι και το μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα του χωριού μας έναντι των υπόλοιπων χωριών του Παρνασσού. Το ισχυρό brand name που έχει δημιουργήσει στην αγορά και που είναι συνυφασμένο με το μεγαλύτερο χιονοδρομικό κέντρο της χώρας.

Αυτό βέβαια πλαισιώνεται κι από άλλους δύο σημαντικούς λόγους, που οδήγησαν...
την περιοχή μας στο να έχει τη μερίδα του λέοντος στην εθνική αγορά, σε ότι έχει να κάνει με τον χιονοδρομικό τουρισμό και είναι οι εξής:
α) βρισκόμαστε πολύ κοντά στην Αθήνα, άρα απευθυνόμαστε σε σχεδόν 5 εκατομύρια δυνητικούς πελάτες που απέχουν περίπου 2 ώρες μακριά μας και
β) με τα χρόνια δημιουργήσαμε μια πολύ καλή υποδομή ώστε να μπορούμε να εξυπηρετούμε τους επισκέπτες μας (υψηλή ποιότητα καταλυμάτων και χώρων εστίασης, καλό κεντρικό εμπορικό δρόμο, διατήρηση της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής και ατμόσφαιρας κτλ.
Ο ένας λόγος λοιπόν έχει να κάνει καθαρά με τη γεωγραφική μας θέση οπότε θα συνεχίσει να λειτουργεί υπέρ μας όπως και να ‘χει.

Αυτό όμως που πρέπει να διατηρήσουμε είναι η συνέχιση παροχής υψηλής ποιότητας υπηρεσιών με κάθε τρόπο και η πίεση προς την κεντρική εξουσία ώστε το Χιονοδρομικό Κέντρο να βελτιώνεται και να εκσυγχρονίζεται διαρκώς.

Να κάνω εδώ μια παρένθεση, θυμηθείτε αυτό που θα σας πω. Μέσα από το περιβάλλον της οικονομικής κρίσης που βιώνουμε, ενισχυμένες θα βγουν οι επιχειρήσεις που όχι μόνο δεν θα κάνουν εκπτώσεις στην ποιότητα, αλλά και που θα επενδύσουν πάνω της.

Όπως αντιλαμβανόμαστε λοιπόν, μια βάση, η μαγιά που λέμε, υπάρχει ώστε να συνεχίσουμε να έχουμε το μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας του χιονοδρομικού τουρισμού εντός συνόρων. Αυτό βέβαια που θα αναβάθμιζε ακόμα περισσότερο το τουριστικό προϊόν που λέγεται «Αράχωβα» είναι η ολοκλήρωση και λειτουργία του συνεδριακού κέντρου και των λοιπών εμπορικών του χώρων, όπως επίσης και η κατασκευή μιας περιφερειακής οδού, που θα βοηθούσε στην αποσυμφόρηση του κεντρικού δρόμου.

Πέραν του χιονοδρομικού τουρισμού όμως, θα πρέπει να εστιαστεί η προσπάθεια και σε εναλλακτικές μορφές τουρισμού, ώστε να επεκταθεί η τουριστική περίοδος, να μην εξαρτάται αποκλειστικά από τις καιρικές συνθήκες αλλά και να γίνει άνοιγμα στη διεθνή αγορά για προσέλκυση επισκεπτών.
Μην ξεχνάμε ότι σε απόσταση μόλις 10χλμ υπάρχει ο αρχαιολογικός χώρος των Δελφών, το δεύτερο πιο σημαντικό, μετά την Ακρόπολη, μνημείο του κλασσικού, αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Συνεπώς η Αράχωβα είναι ίσως το μόνο μέρος που μπορεί να προσφέρει στον υποψήφιο επισκέπτη διαμονή σ’ ένα παραδοσιακό και γραφικό ορεινό χωριό της ηπειρωτικής Ελλάδας σε συνδυασμό με την επίσκεψή του στον σπουδαίο αρχαιολογικό χώρο των Δελφών.

Αυτή κατά τη γνώμη μου είναι μια παράμετρος που πρέπει να προωθηθεί ιδιαίτερα και να την εκμεταλλευτούν οι τοπικοί επιχειρηματίες.

Ανέφερα την λέξη εναλλακτικός τουρισμός που στην περίπτωση της περιοχής μας μπορεί να ευδοκιμήσει υπό τις μορφές του φυσιολατρικού, περιπατητικού, ορειβατικού και αγροτικού τουρισμού και έτσι θα περάσω στο θέμα που απασχολεί και προβληματίζει αρκετά την τοπική κοινωνία και δεν είναι άλλο απ’ το προεδρικό διάταγμα που αναφέρεται στο χαρακτηρισμό της χερσαίας περιοχής του Παρνασσού ως Εθνικού Πάρκου.

Θέλω να είμαι ξεκάθαρος, θεωρώ πως συνολικά η δημιουργία και ανάδειξη Εθνικού Πάρκου στον Παρνασσό θα συμβάλλει θετικά στην γενικότερη ευημερία της περιοχής. Ένα Εθνικό Πάρκο θα πρέπει να το έχουμε στο μυαλό μας σαν ένα ζωντανό μουσείο φυσικής ιστορίας που προωθεί την έρευνα και την εκπαίδευση ενώ παράλληλα προσφέρει ευκαιρίες αναψυχής στο κοινό που το επισκέπτεται.
Οι προστατευόμενες περιοχές και τα εθνικά πάρκα λειτουργούν σαν μαγνήτης για τους τουρίστες. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα Εθνικά Πάρκα της Αγγλίας προσελκύουν πάνω από 20 εκατομμύρια τουρίστες κάθε χρόνο.
Όμως ο καθορισμός των ορίων του Πάρκου, συμπεριλαμβανομένων και των περιορισμών που θα προκύψουν, πρέπει να γίνει με μεγάλη προσοχή.

Είναι αυτονόητο πως όπως συμβαίνει σε όλες τις χώρες του κόσμου έτσι και για την περίπτωση του Παρνασσού πριν ψηφιστεί ένα νομοθετικό πλαίσιο για την δημιουργία και προστασία του Εθνικού Πάρκου θα πρέπει η πολιτεία να λάβει υπόψη και τις προτάσεις των τοπικών κοινωνιών που ζουν και αναπτύσσονται στην ευρύτερη περιοχή.
Εξάλλου σε κάθε διεθνή διάσκεψη, διατυπώνεται σε όλους τους τόνους και επαναβεβαιώνεται ότι για να επιτευχθεί η βιώσιμη ανάπτυξη απαιτείται συντονισμός, συνεργασία και διάλογος μεταξύ των κυβερνήσεων, των τοπικών αρχών, της ακαδημαϊκής κοινότητας, των επιχειρήσεων και των καταναλωτών και όχι μονομερείς ενέργειες.

Μόνο έτσι μπορεί να συγκροτηθεί ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, κοινώς αποδεκτό που θα βοηθήσει στο ν’ αρθεί η δυσπιστία κάποιων εκ των τοπικών φορέων για το εν λόγω προεδρικό διάταγμα.

Με μονομερής αυστηρούς περιορισμούς και απαγορεύσεις, ιδιαίτερα σε μια εποχή βαθιάς ύφεσης και οικονομικής αβεβαιότητας πετυχαίνεις τα αντίθετα αποτελέσματα απ’ αυτά που επιδιώκεις. Και ως βασικό στόχο αυτό το διάταγμα, θα πρέπει να πείσει τον κάθε πολίτη της περιοχής ότι η οικονομική ευημερία μακροπρόθεσμα επιτυγχάνεται όταν προβαίνεις σε δράσεις που έρχονται σε πλήρη αρμονία με το φυσικό σου περιβάλλον.

Το να δέσεις όμως τον πολίτη χειροπόδαρα, περιορίζοντας του τις κύριες οικονομικές του δραστηριότητες σίγουρα δεν αποτελεί λύση και δεν οδηγεί σε βιώσιμη ανάπτυξη. Όσο καταστροφικά ήταν τ’ αποτελέσματα για το περιβάλλον απ’ την άναρχη δόμηση των περασμένων δεκαετιών (βλέπε Λιβάδι Παρνασσού) άλλο τόσο καταστροφική θα είναι και για την τοπική οικονομία μια απόλυτη και αντιαναπτυξιακή νομοθεσία.

Δεν πρέπει να παραβλέψουμε ότι στην περιοχή του Παρνασσού έχει ήδη οργανωθεί και αναπτυχθεί μια κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα με κριτήρια εντελώς διαφορετικά απ’ αυτά που θα ίσχυαν αν η ανάπτυξή της εξελισσόταν παράλληλα με την δημιουργία και ανάπτυξη του Παρνασσού ως εθνικό πάρκο.

Συμβαίνει δηλαδή το εξής παράδοξο.

Οι συντάκτες του εν λόγω διατάγματος δείχνουν ν’ αγνοούν την έως τώρα οικιστική – τουριστική ανάπτυξη της περιοχής και νομοθετούν σαν να βρίσκονται τρεις δεκαετίες πίσω.

Ωστόσο μετά τις απαραίτητες διορθώσεις, μπορεί να λειτουργήσει σαν μοχλός αειφόρου ανάπτυξης της περιοχής και επιμήκυνσης της τουριστικής περιόδου.

Η αειφόρος ανάπτυξη πρέπει να βρίσκεται στο επίκεντρο του σχεδιασμού κάθε νέας πολιτικής. Και τι εννοούμε με τον όρο αειφόρος ανάπτυξη: είναι η σύγχρονη απάντηση στο πρόβλημα των υλικών ορίων της οικονομικής μεγέθυνσης, είναι η κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη που σχεδιάζεται και υλοποιείται λαμβάνοντας υπόψη την προστασία του περιβάλλοντος. Έτσι εξασφαλίζεται η βιωσιμότητα, η συνέχεια της ευημερίας και η διατήρηση και αύξηση του βιοτικού επιπέδου στις επόμενες γενιές.

Δεν προσδοκά το ευκαιριακό κέρδος αλλά κοιτάζει στο μέλλον. Με τον όρο βιωσιμότητα εννοούμε ότι οι φυσικοί πόροι πρέπει να υφίστανται εκμετάλλευση με ρυθμό μικρότερο από αυτόν με τον οποίον ανανεώνονται, διαφορετικά προκαλείται περιβαλλοντική υποβάθμιση. Θεωρητικά, το μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα της περιβαλλοντικής υποβάθμισης είναι η ανικανότητα του γήινου οικοσυστήματος να υποστηρίξει την ανθρώπινη ζωή.

Συμπερασματικά μπορούμε να χωρίσουμε την αειφόρο ανάπτυξη σε τρεις επιμέρους κλάδους τον περιβαλλοντικό, οικονομικό και κοινωνικό.
Στο επίκεντρο της περιβαλλοντικής αειφορίας βρίσκεται το φυσικό περιβάλλον που είναι ο φυσικός ρυθμιστής μέσα στον οποίο ζούμε και η αειφορία επιβάλλει να αναγνωρίσουμε τα όρια του εν λόγω περιβάλλοντος. Οι ποσότητες των φυσικών πόρων που υπάρχουν στον πλανήτη (αν εξαιρέσουμε τον ήλιο και τον άνεμο) δεν είναι απεριόριστες.
Πολλοί απ΄αυτούς τους πόρους όπως για παράδειγμα τα δέντρα και η άγρια πανίδα είναι ανανεώσιμα μόνο εάν αφήσουμε ανέπαφα την ανάπλαση και την αναπαραγωγή τους.
Η αειφορία σαν έννοια προσπαθεί να συμβιβάσει τις αντιθέσεις μεταξύ οικονομικής ανάπτυξης και περιβαλλοντικής προστασίας. Έχει μια μετριοπαθή αναπτυξιακή προσέγγιση και βρίσκεται σε αντίθεση με τις πιο ακραίες οικολογικές απόψεις από τη μία και αναπτυξιακές απόψεις από την άλλη.

Είναι αλήθεια ότι κατά κανόνα το βραχυπρόθεσμο αποτέλεσμά της είναι μείωση στην ταχύτητα της οικονομικής ανάπτυξης, όμως μακροπρόθεσμα αποδεικνύεται ευεργετική. Γι’ αυτό και η αειφορία απαιτεί ευρύτερη συμμετοχή στις ευθύνες και στις αποφάσεις και ευρύτερη πρόσβαση των πολιτών στις πηγές πληροφοριών.

Οπότε το διακύβευμα αυτής της συνδιάσκεψης πρέπει να είναι η χρυσή τομή που θα ενώσει την περιβαλλοντική προστασία με την αναπτυξιακή προοπτική. Ακραίες απόψεις και ενέργειες είτε από τη μία είτε από την άλλη πλευρά είναι μαθηματικά βέβαιο ότι μακροπρόθεσμα θα πλήξουν τον τόπο μας. Οι όποιες διαπραγματεύσεις για αλλαγές που πρέπει να υπάρξουν πάνω στο προεδρικό διάταγμα, απαιτείται να γίνουν ανοιχτά και τίμια με όραμα την ευημερία όλης της κοινωνίας και όχι εξυπηρετώντας τα στενά συμφέροντα συγκεκριμένων κλάδων.
Υπάρχουν συγκεκριμένες προτάσεις επί του σχεδίου του προεδρικού διατάγματος, στις οποίες θα ήθελα ν’ αναφερθώ:

Στο Άρθρο 3, στις επιτρεπόμενες χρήσεις για την Περιοχή Απολύτου Προστασίας της Φύσης (Ζώνη Α – Πυρήνας) πρέπει:

να προστεθεί η δυνατότητα για οργανωμένες ημερήσιες επισκέψεις και ξεναγήσεις που θα αποσκοπούν στην περιβαλλοντική εκπαίδευση και την απόλαυση του φυσικού πλούτου του βουνού.

Οι περιορισμοί αναφορικά με τις χρονικές περιόδους και τις διαδρομές μπορούν να ισχύουν όπως ορίζονται στην αντίστοιχη παράγραφο 1 για τις Περιοχές Προστασίας της Φύσης (Ζώνες Β).

Ο πυρήνας του κάθε εθνικού πάρκου θεωρείται και ο βασικότερος οικότοπός του. Σ’ αυτή την έκταση υπάρχει η μέγιστη προστασία της βιοποικιλότητας και συναντά κανείς σπάνια ενδημικά είδη χλωρίδας οπότε δεν θα πρέπει ν’ αποκλειστεί τουλάχιστον η ανθρώπινη παρατήρηση.

Σε ολόκληρη την Ευρώπη τα εθνικά πάρκα δεν λειτουργούν απλώς σαν περιοχές προστασίας της βιοποικιλότητας και σπάνιων ειδών χλωρίδας και πανίδας αλλά παράλληλα προσφέρουν στον άνθρωπο πρόσβαση ώστε να κατανοήσει τη σημασία τους και μέσα από φιλικές προς το περιβάλλον δραστηριότητες ν’ απολαύσει τη φύση.

Όπως τονίζεται και από την Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία προστατευόμενων περιοχών στο επίκεντρο του φυσικού πάρκο θα πρέπει να βρίσκεται η τόνωση της σχέσης μεταξύ ανθρώπου και του φυσικού του περιβάλλοντος. Για ν’ αποκτήσει ο άνθρωπος οικολογική συνείδηση πρέπει να έρθει σ΄επαφή με τους θησαυρούς της άγριας φύσης κι όχι ν’ αποκοπεί απ’ αυτούς και μάλιστα με νομοθετική απόφαση. Για το λόγο αυτό πρέπει να περιληφθεί στη Ζώνη Α και η παράγραφος 2 όπως διατυπώνεται στις Ζώνες Β.

Στις επιτρεπόμενες χρήσεις για την Περιοχή Προστασίας της Φύσης (Ζώνες Β)

κρίνεται αναγκαία:
η τροποποίηση της παραγράφου 5 που αναφέρεται στους περιορισμούς για την ελεύθερη βόσκηση. Από τη στιγμή που θα θεσπιστεί απαγόρευση για την ελεύθερη βόσκηση στον πυρήνα του πάρκου δεν υπάρχει κανένας λόγος να οριστούν ανάλογοι περιορισμοί και στις Ζώνες Β. Σημειώνεται ότι η κτηνοτροφία στον Παρνασσό είναι ως επί των πλείστων εκτατικής μορφής και υποβάλλοντάς την σε ένα σωρό απαγορεύσεις ουσιαστικά την καταστρέφεις. Στον Παρνασσό παραμένει ζωντανή η παραδοσιακή κτηνοτροφία που είναι άρρηκτα δεμένη με την τοπική οικονομία, προσφέροντας τα ιδιαίτερα τοπικά προϊόντα της, και ειδικά την φορμαέλα, ένα προϊόν με προστατευόμενη ονομασία προέλευσης. Η παραδοσιακή κτηνοτροφία έχει ιστορία αιώνων και μάλιστα έχει συμβάλει κι αυτή στη διαμόρφωση των χαρακτηριστικών των μεσογειακών οικοσυστημάτων. Επιπλέον είναι οτι πιο κοντινό στην βιολογική παραγωγή κρέατος. Για τους λόγους αυτούς θα πρέπει να την ενισχύουμε και όχι την εχθρευόμαστε.

Στην παράγραφο 7 που αναφέρει ότι επιτρέπονται έργα μικρής κλίμακας απαιτείται να υπάρξει εξαίρεση για ενδεχόμενο έργο που θα είναι υψηλής αναπτυξιακής σημασίας για τα Χιονοδρομικά Κέντρα Παρνασσού, είτε αφορά τον εκσυγχρονισμό τους είτε την επέκταση των υφιστάμενών εγκαταστάσεων, όπως για παράδειγμα δημιουργία αναβατήρα που θα συνδέει το Λιβάδι Παρνασσού με τα Κελλάρια ή εγκαταστάσεις αποθήκευσης και μεταφοράς νερού για την παραγωγή τεχνητής χιόνωσης.
Μια τέτοιου είδους εγκατάσταση μπορεί να γίνει κάλλιστα στην εποχιακή λίμνη που βρίσκεται στο Λιβάδι, την Πνιγούρα. Την αξιοποίηση της, μετατρέποντας την σε τεχνητή λίμνη την πρότεινα πρόσφατα και στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγραμματισμού της Περιφέρειάς μας. Ένα τέτοιο έργο πέραν του οτι θα αποτελούσε ταμιευτήρα για την εξυπηρέτηση των αναγκών της τεχνητής χιόνωσης, θα συντελούσε στον σχηματισμό ενός μοναδικού υδροβιότοπου, τονώνοντας τον οικολογικό χαρακτήρα της περιοχής.
Παράλληλα θα μπορούσε ν΄αποτελέσει πάρκο αναψυχής, δίνοντας άλλο ένα ισχυρό κίνητρο στον υποψήφιο επισκέπτη της περιοχής, ιδιαίτερα κατά τους θερινούς μήνες, αυξάνοντας έτσι την τουριστική περίοδο. Πρέπει να συνυπολογίσουμε το γεγονός οτι λόγω της σταδιακής αύξησης της θερμοκρασίας της γης, οι χειμώνες τείνουν να γίνουν ηπιότεροι κάτι που θα σημάνει αύξηση του μέσου υψόμετρου που θα είναι κατάλληλο για χιονοδρομία και μείωση της χιονοδρομικής περιόδου αν βασιστούμε στη φυσική χιόνωση.

Γι’ αυτό απαιτούνται επενδύσεις.

Η χιονοδρομία είναι ο οικονομικός πνεύμονας της περιοχής και μεγάλο μέρος των κατοίκων έχει επενδύσει σε επιχειρήσεις που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό απ΄την βιωσιμότητα των Χιονοδρομικών Κέντρων.

Στην περιφερερειακή Ζώνη Γ προτείνω:

Στην παράγραφο 6 να προστεθεί και η πρόβλεψη για διάνοιξη νέων δρόμων εφόσον πληρούν τα περιβαλλοντικά κριτήρια που θα έχουν τεθεί.

Να μην υπάρχει κανένας περιορισμός στην εκτατική μορφή βόσκησης, το σκεπτικό μου σχετικά με αυτό το θέμα το ανέλυσα και προηγουμένως, στις Ζώνες Β.

Σε οτι έχει να κάνει με τους περιορισμούς και τις απαγορεύσεις δόμησης στο Λιβάδι Αράχωβας, εμένα αυτό μου ακούγεται σαν ανέκδοτο.

Ο συντάκτης του συγκεκριμένου άρθρου ή δεν έχει δει το Λιβάδι ούτε σε φωτογραφία ή εξυπηρετεί άλλους σκοπούς. Σε μια ήδη περιβαλλοντικά υποβαθμισμένη περιοχή με άναρχη δόμηση και ο πιο καλόπιστος μπορεί ν’ αντιληφθεί ότι τέτοιου είδους απαγορεύσεις ωφελούν ήδη υπάρχουσες κατασκευές, ενώ αχρηστεύουν τις ιδιοκτησίες όλων των υπολοίπων, που παρέμεναν ως σήμερα ανεκμετάλλευτες.

Κατά τη γνώμη μου το μόνο που θα μπορούσε να συνάδει με τη φύση του προεδρικού διατάγματος, αναφορικά με τη συγκεκριμένη περιοχή είναι ο σχεδιασμός μιας ΠΕΡΠΟ (Περιοχής Ειδικά Ρυθμιζόμενης Πολεοδόμησης).
Να θυμίσω εν τάχει ποια είναι τα κριτήρια για την δημιουργία ΠΕΡΠΟ σε μια περιοχή:
α) Να βρίσκεται εκτός σχεδίου πόλης και εκτός ορίων οικισμών (προ του 1923 ή κάτω των 2000 κατοίκών),
β) Να ανήκει κατά κυριότητα σε ένα ή σε περισσότερα εξ αδιαιρέτου φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου,
γ) Να περιλαμβάνεται στα όρια εγκεκριμένου ΓΠΣ ή ΣΧΟΟΑΠ του Ν.2508/97 και
δ) Να είναι ενιαία, να έχει επιφάνεια τουλάχιστον 50 στρέμματα και να μπορεί να αποτελέσει μία τουλάχιστον πολεοδομική ενότητα.

Επίσης, στην παράγραφο 22, θα πρέπει να επιτρέπεται η ανέγερση κτιρίων όχι μόνο για χρήση κατοικίας αλλά και για σκοπούς τουριστικής εκμετάλλευσης, τα οποία επίσης θα έχουν περιορισμό στο συνολικό τους εμβαδόν και θα οφείλουν να συμμορφώνονται με συγκεκριμένους κανόνες δόμησης ώστε ν’ αποτρέπεται η περαιτέρω υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος. Ακόμα στην ίδια παράγραφο όπως και στην παράγραφο 23 αναφέρεται η απαγόρευση κάθε δόμησης, εδώ χρειάζονται διευκρινήσεις σχετικά με το αν η απαγόρευση αφορά και την οικοδομική δραστηριότητα για άδειες που έχουν ήδη εγκριθεί. Κάτι τέτοιο δεν θα πρέπει να ισχύσει.
Επιπλέον θα πρέπει να αναφέρονται σαφή χρονοδιαγράμματα και να παρουσιάζονται εχέγγυα τήρησής τους των διαδικασιών ολοκλήρωσης των μέτρων προστασίας του «Αραχωβίτικου Λιβαδιού» και του καθορισμού επιτρεπόμενων περιοχών για εκτός σχεδίου δόμηση γιατί έτσι όπως είναι διατυπωμένες αυτή τη στιγμή, οι παράγραφοι 22 και 23 προωθούν μια επ’ αορίστου αναστολή των οικοδομικών εργασιών.

Τελειώνοντας την ομιλία μου θα ήθελα να τονίσω οτι από τη μεριά μου θα ζητάω συνεχής ενημέρωση από το αρμόδιο Υπουργείο, ασκώντας πίεση για να προωθηθούν στο διάταγμα οι αλλαγές εκείνες που απαιτούνται ώστε να βελτιστοποιηθεί και να λειτουργήσει πραγματικά ως σύμμαχος της περιοχής συνδυάζοντας την αναπτυξιακή προοπτική μ’ ένα περιβαλλοντικό θησαυρό.

Σας ευχαριστώ!